καρδαμώνω — καρδαμώνω, καρδάμωσα, καρδαμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρδαμώνω — [κάρδαμο] 1. (ως αμτβ.) δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις, παίρνω απάνω μου 2. (ως μτβ.) τονώνω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… … Dictionary of Greek
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
καρδάμωμα — το [καρδαμώνω] δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων … Dictionary of Greek
στυλώνω — στυλῶ, όω, ΝΑ [στῡλος] στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω νεοελλ. 1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα») 2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι β) … Dictionary of Greek
καρδάμωμα — το το αποτέλεσμα του καρδαμώνω, δυνάμωμα, τόνωση: Τρώει καλά φαγητά για καρδάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)